- παράνομος
- παράνομ-ος, ον,A lawless, violent, ὀργά, δάκος, E.Ba.997 (lyr.), Tr.284 (lyr.) ;
π. δὴ . . δόξει γεγονέναι ἐκ νομίμου Pl.R.539a
;εἰς γυναῖκας καὶ εἰς τὴν ἄλλην δίαιταν Antisth.
ap. Ath.5.220c ;χειρὶ παρανομωτάτῃ Ar.Fr.387.10
; οὗ . . τίς ἂν δύναιτο παρανομώτερον φράσαι ; Anaxil.22.2.II of things, unlawful,διὰ τὴν π. ἐνοίκησιν Th.2.17
;τὰ π. τά τ' ἀνόσια Ar. Th.684
; πέπονθα δεινὰ καὶ π. Id.Pl.967 ; ἄδικα καὶ π. Pl.Ap. 31e ; τὸ π. illegality, Aeschin.3.197. Adv. -μως illegally, Antipho 5.94, Th.3.65 ; opp. κατὰ νόμους, Pl. Plt. 302e : [comp] Comp.-ωτέρως And.4.22
: [comp] Sup. [suff] παρανομ-ώτατα Antipho 5.8.2 in Law, παράνομα γράφειν, εἰπεῖν, to propose an illegal or unconstitutional measure, D.21.182,183 ; παρανόμων γράψασθαί τινα to indict one for proposing such a measure, And.1.17 ;γράφοντα παράνομα παρανόμων γραφόμενος D.18.13
;παρανόμων γραφή Aeschin.3.197
, etc.; παρανόμων φεύγειν, ἁλῶναι, Lys.18.14, Antiph. 196.14 : [comp] Sup.,παρανομώτατα γεγραφότα Aeschin.3.31
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.